- κατασυκοφαντώ
- (Α κατασυκοφαντῶ, -έω)νεοελλ.συκοφαντώ κάποιον σε μεγάλο βαθμό, με πάθος και επιμονήαρχ.(σχόλ.) επικρίνω εμπαθώς, κατηγορώ κάποιον με πάθος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατασυκοφαντώ — κατασυκοφάντησα, κατασυκοφαντήθηκα, κατασυκοφαντημένος, συκοφαντώ σε μεγάλο βαθμό: Τι σου έκανε και τον κατασυκοφαντείς; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατασυκοφαντῶ — κατασυκοφαντέω criticize captiously pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατασυκοφαντέω criticize captiously pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασυκοφάντηση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κατασυκοφαντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατασυκοφαντῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
καταρραδιουργώ — έω προσπαθώ να βλάψω κάποιον με ραδιουργίες, κατασυκοφαντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥαδιουργῶ «φέρομαι με δολιότητα, διαβάλλω». Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek